- εξολισθαίνω
- (AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) [ολισθάνω]1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαιαρχ.1. ξεφεύγω, διαφεύγω2. (για φύλλα) πέφτω3. ξεφεύγω από τη μνήμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξολισθαίνω — ἐξολισθάνω glide off pres subj act 1st sg ἐξολισθάνω glide off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξολισθαίνω — και συνεξολισθάνω Α ξεγλιστρώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω «ξεγλιστρώ, παρεκτρέπομαι»] … Dictionary of Greek